Κακοποίηση ηλικιωμένων: σωματική και συναισθηματική – Πότε η αμέλεια γίνεται κακοποίηση
Πηγή : το παρακάτω post ;
Η κ. Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος.
της Αγγελικής Καρδαρά.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, το οποίο -δυστυχώς- σπάνια αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης και συζήτησής μας στα ΜΜΕ, παρά τη σοβαρότητά του, πραγματεύεται η εργασία της κυρίας Καλομοίρας Μπαζέλλι, η οποία εκπονήθηκε το έτος 2018 στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, στο μάθημα με τίτλο «Πρόληψη του Εγκλήματος και Κοινωνική Επανένταξη Αποφυλακισθέντων» (στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Εγκληματολογία»), με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Α. Μαγγανά.[1]
Να αναφέρω ξεκινώντας ότι η κακοποίηση ηλικιωμένων[2] περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κακόβουλων ενεργειών που δύναται να συνοψιστούν στα εξής:
- Σωματική κακοποίηση: Χρήση βίας για σκοπούς απειλής ή πρόκλησης πόνου, ενός ευάλωτου ηλικιωμένου ατόμου.
- Συναισθηματική βία: Λεκτικές επιθέσεις, απειλές, απόρριψη, απομόνωση ή υποτιμητική συμπεριφορά που προκαλούν ή θα μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχικό πόνο, αγωνία ή καταπόνηση σε ένα ηλικιωμένο.
- Σεξουαλική κακοποίηση: Σεξουαλική επαφή που επιβάλλεται με βία, παραπλανητικά, κατόπιν απειλής ή με διαφορετικό τρόπο εξαναγκασμού σε άλλο άτομο περιλαμβανομένου και οποιουδήποτε ατόμου που δεν είναι σε θέση να δώσει τη συγκατάθεση του.
- Εκμετάλλευση: Κλοπή, απάτη, κατάχρηση ή αμέλεια από υπεύθυνο άτομο και ανάρμοστη χρήση επιρροής για επίτευξη ελέγχου επί των χρημάτων ή της περιουσίας ηλικιωμένου ατόμου.
- Αμέλεια: Η αποτυχία ή η άρνηση ατόμου που έχει την ευθύνη της φροντίδας ευάλωτου ηλικιωμένου να του παρέχει ασφάλεια και εκπλήρωση των σωματικών και αισθηματικών του αναγκών.
- Εγκατάλειψη: Η εγκατάλειψη ευπαθούς, αδύναμου και ευάλωτου ηλικιωμένου από οποιονδήποτε έχει το καθήκον φροντίδας του.
- Ανεπάρκεια κατανόησης: Η αδυναμία αντίληψης από κάποιον που φροντίζει ένα ηλικιωμένο ότι οι συνέπειες των δικών του ενεργειών ή της απραξίας του, οδηγούν ή είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε βλάβες ή σε διακινδύνευση του.
Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για την κακοποίηση των ηλικιωμένων, συνοψίζονται, σύμφωνα με τους ειδικούς, στα ακόλουθα σημεία:
- Οι ηλικιωμένοι που έχουν προβλήματα μνήμης ή που παρουσιάζουν κάποια μορφή άνοιας ή που σωματικά εξαρτώνται από άλλους κινδυνεύουν πιο πολύ να είναι θύματα κακομεταχείρισης ή κακοποίησης.
- Οι ηλικιωμένοι με κατάθλιψη ή που ζουν μόνοι ή που δεν έχουν κοινωνική στήριξη κινδυνεύουν επίσης περισσότερο.
Όσον αφορά το προφίλ των φροντιστών που παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπεριφορές κακοποίησης, σκιαγραφείται ως εξής:
- Άτομα που φροντίζουν ηλικιωμένους και είναι υπερβολικά στρεσαρισμένα λόγω του ότι δεν αντεπεξέρχονται στο βάρος των ευθυνών για τη φροντίδα παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπεριφορές κακοποίησης.
- Άτομα που φροντίζουν ηλικιωμένο από τον οποίο έχουν υψηλού βαθμού συναισθηματική ή οικονομική εξάρτηση.
- Άτομα που φροντίζουν ηλικιωμένους με ιστορικό χρήσης ή κατάχρησης ουσιών ή κακομεταχείρισης άλλων.
Όπως τονίζεται και στην εργασία της κυρίας Μπαζέλλι, η κακοποίηση της τρίτης ηλικίας αποτελεί ένα έγκλημα με τρομακτικά μεγάλο σκοτεινό αριθμό, ακριβώς όπως συμβαίνει με την κακοποίηση γυναικών. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν μας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία μπορεί να βρίσκονται τα θύματα, λόγω μεγάλης ηλικίας, σωματικής/νοητικής/ψυχολογικής κατάστασης, διαπιστώνουμε το μέγεθος του προβλήματος και τη σοβαρότητά του. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την κοινωνική ευαισθητοποίηση και ενεργοποίησή μας, ώστε να προστατεύσουμε την τρίτη ηλικία, στην οποία άλλωστε εμείς οι νεότεροι οφείλουμε πολλά και δεν πρέπει να ξεχνάμε τον καθοριστικό ρόλο που συχνά διαδραματίζουν στη ζωή μας αυτοί οι άνθρωποι.
Στην εργασία της κυρίας Μπαζέλλι, τα βασικά πορίσματα της οποίας παρουσιάζω στο παρόν άρθρο, γίνεται αρχικά μετάφραση από ένα κείμενο του CAVAC, το οποίο εξετάζει το πολυσύνθετο ζήτημα της κακοποίησης των ηλικιωμένων. Να σημειώσω ότι το CAVAC είναι το Κέντρο Βοήθειας Θυμάτων Εγκληματικών Ενεργειών του Καναδά και εδράζεται στο Μόντρεαλ. Απαρτίζεται από πλήθος επιστημόνων όπως νομικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους κ.λπ. και θέτει ως στόχο την προστασία, ψυχοκοινωνική στήριξη αλλά και θεραπεία ατόμων που βιώνουν ή βίωσαν κάποια εγκληματική ενέργεια.
Η ερευνήτρια αναλύει το φαινόμενο της κακοποίησης των ηλικιωμένων γενικά αλλά και ειδικά, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην Ελλάδα. Τέλος, κάνει ειδική μνεία στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό "ΓΡΑΜΜΗ ΖΩΗΣ", τον μόνο εγχώριο οργανισμό που ασχολείται με περιστατικά κακοποίησης ηλικιωμένων.
Σχετικά με τη δράση του CAVAK, αναφέρονται τα εξής: «To CAVAC είναι μία κοινοτική οργάνωση που παρέχει υπηρεσίες στα θύματα εγκληματικών ενεργειών, την άμεση οικογένειά τους καθώς και στους μάρτυρες κάποιου εγκλήματος. Το CAVAC παρέχει βοήθεια ανεξάρτητα από το εάν ο δράστης του εγκλήματος έχει ταυτοποιηθεί, συλληφθεί, διωχτεί ή καταδικαστεί. Μπορείτε να ζητήσετε βοήθεια από το CAVAC ακόμα και εάν δεν έχετε καταγγείλει το έγκλημα στην αστυνομία ή δεν σκοπεύετε να το κάνετε καν. Το CAVAC συμπεριφέρεται στα θύματα με σεβασμό στις ανάγκες τους και προχωρά με τέτοιο ρυθμό που να νιώθουν άνετα τα θύματα. Το CAVAC πιστεύει ότι τα θύματα έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν τη ζωή τους και είναι σε θέση να πάρουν αποφάσεις για τους εαυτούς τους. Οι υπηρεσίες του CAVAC διατίθενται προς όλους με ευγένεια, δικαιοσύνη, κατανόηση και σεβασμό προς την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητα».
Όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρει το CAVAK, καταγράφονται ως εξής στην εργασία: «Μετατραυματική και Ψυχολογική Παρέμβαση: Το CAVAC προσφέρει μετατραυματική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, εξετάζει τις ανάγκες και τους πόρους των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών, και μπορεί να παράσχει παρέμβαση για να βοηθήσει στην άμβλυνση των συνεπειών της θυματοποίησης και να βοηθήσει τα θύματα να επανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους. Πληροφορίες όσον αφορά τα δικαιώματα και τις εκάστοτε ανάγκες: Το CAVAC προσφέρει πληροφορίες για τα δικαιώματα του θύματος εγκληματικής ενέργειας, για τους πόρους που είναι διαθέσιμοι, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που έχουν αναληφθεί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Επίσης, παρέχεται στα θύματα εξήγηση για τα προγράμματα αποζημίωσης».
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
Η ερευνήτρια επισημαίνει στην εργασία της: «Το γήρας αρχίζει να απασχολεί το κοινωνικό σύνολο από την περίοδο μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία η τρίτη ηλικία παύει να συνδέεται με την αυθεντία και την ισχύ, τον έλεγχο του πλούτου και την εξουσία και αρχίζει να αμφισβητείται η παραδοσιακή πρωτοκαθεδρία των γερόντων. Η κακομεταχείριση των ηλικιωμένων αποδόθηκε ως τέτοια και πρωτοεμφανίστηκε σε βρετανικά επιστημονικά περιοδικά το 1975 με τον όρο «πολιορκία της γιαγιάς». Οι συγκεκριμένες αναφορές προβλήθηκαν αμέσως ως κοινωνικοπολιτική υπόθεση και οδήγησαν σε νομοθετική ρύθμιση. Η κακοποίηση των ηλικιωμένων έχει αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο ως ένα σημαντικό πρόβλημα και αποτελεί προτεραιότητα της Ε.Ε. Ωστόσο, η πληροφόρηση για την κακοποίηση των ηλικιωμένων είναι ανεπαρκής. Τα υπάρχοντα στοιχεία βασίζονται κυρίως σε αναφορές συγγενών ή φροντιστών και όχι σε αναφορές των ίδιων των ηλικιωμένων.
Ένα από τα σοβαρά προβλήματα, που αφορούν την αντιμετώπιση του φαινομένου της κακοποίησης των ηλικιωμένων, είναι το γεγονός ότι παρόλο που υπάρχουν πολλά κέντρα γεροντολογίας παγκοσμίως, ο καθορισμός της έναρξης των γηρατειών παραμένει αυθαίρετος, καθώς τα γεροντικά συμπτώματα δεν εμφανίζονται σε όλους τους ανθρώπους στην ίδια ηλικία. Επιστήμονες χρησιμοποιούν ως όριο τα 60-65-70-75-80 ή 85 έτη, ενώ στην Παγκόσμια συνέλευση Γήρατος το 1982 προτάθηκε ως όριο τα 60 έτη, αν και στις μέρες μας λόγω του ότι η πλειονότητα συνταξιοδοτείται στα 65 της έτη, κάπου εκεί τοποθετείται και η αρχή του γήρατος, αφού το γήρας έχει συνδυαστεί με την παύση της εργασίας. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η δυσκολία ορισμού της κακοποίησης των ηλικιωμένων , η οποία έχει εμποδίσει την πρόοδο στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Εμείς στην παρούσα εργασία θα ορίσουμε την κακοποίηση ηλικιωμένων όπως και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, δηλαδή ως «μια μεμονωμένη, ή επαναλαμβανόμενη πράξη, ή η απουσία πράξης, που σημειώνεται ανάμεσα σε οποιαδήποτε σχέση όπου υπάρχει η προσδοκία εμπιστοσύνης και η οποία προκαλεί βλάβη ή συνεπάγεται κίνδυνο για ένα ηλικιωμένο άτομο». Βλέπουμε ότι ο ορισμός είναι ο ίδιος με εκείνον που δίνει για την κακοποίηση των ηλικιωμένων και το CAVAC».
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Εστιάζοντας το ερευνητικό της ενδιαφέρον στην Ελλάδα, η κ. Μπαζέλλι υπογραμμίζει «Στην Ελλάδα, το πρόβλημα της τρίτης ηλικίας είναι υπαρκτό. Παρόλο που μεγάλο μέρος του πληθυσμού το αγνοεί, καθώς ζούμε σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη εποχή, με πλήθος σκανδάλων. Καλώς ή κακώς ζούμε στην εποχή της πληροφόρησης και της τηλεθέασης όπου για να ασχοληθεί το ευρύ κοινό με ένα θέμα πρέπει αυτό πρώτα να έχει προβληθεί από τα ΜΜΕ, παρόλα αυτά τα ΜΜΕ προβάλουν θέματα τα οποία πουλάνε, έχουν μεγάλη τηλεθέαση. Μοιραία, τα προβλήματα των ηλικιωμένων σπανίως δημοσιοποιούνται ή απλώς αναφέρονται χωρίς να γίνεται συζήτηση για αυτά. Συχνά βλέπουμε για κακοποιήσεις παιδιών (ένα θέμα το οποίο αγγίζει τους πολίτες και τους ευαισθητοποιεί), σπάνια όμως γίνεται λόγος για την κακοποίηση των ηλικιωμένων, ένα έγκλημα με τρομακτικά μεγάλο σκοτεινό αριθμό. Υπάρχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα για την προστασία της τρίτης ηλικίας, είναι όμως ελάχιστες. Αρχικά υπάρχουν οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων και το Πρόγραμμα "Βοήθεια στο σπίτι", στα οποία δίνεται μια βοήθεια σε ηλικιωμένους με χαμηλή σύνταξη σε πολύ γενικά πλαίσια. Υπάρχουν σαφώς και τα δημόσια γηροκομεία, τα οποία όμως έχουν ως βασική προϋπόθεση ο ηλικιωμένος να είναι αυτοεξυπηρετούμενος. Αλίμονο σε ανθρώπους με άνοια και χωρίς την οικονομική δυνατότητα (είτε από τη σύνταξή τους, είτε από τα έσοδα των οικείων τους) τα οποία αφενός δεν μπορούνε να πάνε σε κάποια ιδιωτική μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων λόγω οικονομικής ανέχειας, αφετέρου δεν γίνονται δεκτά σε δημόσια γηροκομεία καθώς είναι πλήρως εξαρτημένα. Σαφώς υπάρχουν και οι μονάδες χρόνιων παθήσεων, οι οποίες όμως δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τον ηλικιωμένο άμεσα, παρά σε βάθος χρόνου καθώς υπάρχει μεγάλη λίστα αναμονής για την ένταξή τους σε αυτά. Βλέπουμε συνεπώς, ότι η κρατική μέριμνα είναι μεν υπαρκτή, ανεπαρκής δε. [..] Στην Ελλάδα, ο μόνος ΜΚΟ (Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός) που ασχολείται με ηλικιωμένους είναι η "Γραμμή Ζωής"».
[...]
Η κ. Μπαζέλλι αναφέρεται και στις σχετικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί για το πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα «Προχωρώντας θα παραθέσουμε κάποιες έρευνες που έχουν γίνει. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, έχουν πραγματοποιηθεί πολύ λίγες έρευνες για την κακοποίηση των ηλικιωμένων . Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα ,υπάρχει μεγάλη έλλειψη δεδομένων για το μέγεθος του προβλήματος. Στην Έρευνα της ABUEL για την διετία 2008 - 2010 στην Ελλάδα, οι ηλικιωμένοι - θύματα κακοποίησης ήταν 126.111άτομα. Τα περιστατικά αναλύονται ως εξής:
- 13.2% ψυχολογική κακοποίηση
- 3.5% σωματική κακοποίηση (4.7% ηλικίας 80-84ετών)
- 3.9% οικονομική εκμετάλλευση (7.9% ηλικίας 80-84ετών)
- 1.5% σεξουαλική κακοποίηση (2.3%γυναίκες)
- 3.1% εγκατάλειψη (8.9%ηλικίας80-84ετών)
- 1.1%τραυματισμοί
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της έρευνας, στην Ελλάδα, σε όλα τα είδη της κακοποίησης/ κακομεταχείρισης
(ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική και οικονομική) η συχνότητα εμφάνισης της κακοποίησης είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ότι στους άντρες».
Η κ. Μπαζέλλι συνεχίζει, αναφορικά με τις έρευνες: «Ακόμα, σύμφωνα με την έρευνα των Αλεξίου, Κουρκούμελη και Σιούλα στο πλαίσιο της πτυχιακής τους εργασίας 32 , σε δείγμα 120 ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, διερευνήθηκε μεταξύ άλλων και η συχνότητα ψυχολογικής κακομεταχείρισης των ηλικιωμένων, καθώς και η συχνότητα οικονομικής εκμετάλλευσής τους. Η έρευνα με ερωτηματολόγια έγινε τοπικά σε μια περιοχή του Ηρακλείου, στο Μασταμπά. Σύμφωνα με την έρευνα λοιπόν, όσον αφορά την οικονομική εκμετάλλευση, 71.7% των συμμετεχόντων, δήλωσαν ότι δεν έχουν πέσει θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης, το 25% έχει πέσει, ενώ το 3,3% δεν απάντησε . Όσον αφορά την ψυχολογική κακοποίηση των ηλικιωμένων δήλωσαν σε ποσοστό 25% ότι έχουν δεχτεί. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι ερωτήσεις που αφορούσαν την ψυχολογική κακοποίηση σχετίζονταν με την απειλή εγκατάλειψης του ηλικιωμένου γενικά ή σε ίδρυμα ή την παύση φροντίδας του. Παρόλα αυτά η ψυχολογική κακοποίησης περιλαμβάνει μια πολύ πιο ευρεία γκάμα πράξεων. Η εξύβριση, οι φωνές και η επίρριψη ευθυνών, η μείωση του ηλικιωμένου ως άχρηστου και ανήμπορου, η συνεχής υπενθύμιση ότι είναι εξαρτώμενος είναι λίγες μόνο από τις εκφάνσεις αυτής της μορφής βίας.
Σύμφωνα, τέλος, με τα στατιστικά της υπηρεσίας Γραμμής Ζωής για το 2017 33 Η Υπηρεσία για τη χρονιά του 2017 δέχτηκε συνολικά 206 κλήσεις για περιστατικά κακοποίησης ηλικιωμένων Το 36% αφορούσε άντρες, με τη συντριπτική πλειοψηφία του 64% να αφορά κακοποίηση ηλικιωμένων γυναικών. Αυτό επιβεβαιώνει τη γνωστή πεποίθηση ότι οι γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας πέφτουν συχνότερα θύματα από ότι οι άντρες. Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι παρόλο που τα στατιστικά αποτελέσματα έχουν χωριστεί ανάλογα με τα πέντε είδη κακοποίησης (δηλαδή παραμέλησης, κακοποίησης, οικονομικής εκμετάλλευσης, ψυχολογικής βίας, σεξουαλικής βίας), στις περισσότερες περιπτώσεις η μία μορφή δεν αποκλείει την άλλη. Για παράδειγμα είναι αδύνατον να υπάρχει φυσική βία, χωρίς την ύπαρξη συναισθηματικής- ψυχολογικής. Ή δεν γίνεται να υπάρξει σεξουαλική βία χωρίς την φυσική, αφού μιλάμε πλέον για προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας. Με βάση τα στατιστικά της υπηρεσίας καταγγέλθηκαν 36% περιστατικά κακοποίησης, 23% σωματικής κακοποίησης, 25% οικονομικήεκμετάλλευση,13% ψυχολογική βία και 3% σεξουαλικής κακοποίησης.
Καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα με τεράστιο σκοτεινό αριθμό και οι λόγοι που υφίσταται αυτός ο σκοτεινός αριθμός είναι οι πλέον γνωστοί. Τα ηλικιωμένα θύματα αποφεύγουν να καταγγείλουν τη βία που διαπράττεται σε βάρος τους, καθώς συνήθως είναι εξαρτημένα από τον δράση και φοβούνται τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η αναφορά του περιστατικού στις αρχές. Δεν είναι δε, σπάνιο το αίσθημα ντροπής που νιώθει το θύμα μιας τέτοιας ενέργειας και οι ενδεχόμενες ενοχές ότι πιθανότατα φταίει το ίδιο για την κατάσταση την οποία βιώνει. Φυσικά, ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι πολλά από τα ηλικιωμένα θύματα είναι ασθενείς με άνοια ή alzheimer και δεν είναι σε πλήρη θέση να κατανοήσουν τη βία που ασκείται σε βάρος τους.
Από την άλλη, και τρίτοι άνθρωποι όταν πέφτει κάτι στην αντίληψή τους διστάζουν να παρέμβουν από φόβο μήπως βρεθούν μπλεγμένοι νομικά ή έρθουν σε σύγκρουση με τον δράστη, ενώ συχνά θεωρούν ότι η υπόθεση είναι ιδιωτική και δεν τους πέφτει λόγος.
Αποθαρρυντικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η διαδικασία διερεύνησης των περιστατικών και ότι έπεται μετά από αυτό είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα. Φυσικά, υπάρχει και ποσοστό ανθρώπων το οποίο δεν γνωρίζει πού μπορεί να απευθυνθεί και τι να κάνει. Επιπροσθέτως, ένα από τα γεγονότα που έχει συμβάλλει στο να μη γνωστοποιούνται αυτά τα περιστατικά ούτε μέσω ερευνών είναι το γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι δεν είναι ευκόλως προσιτοί σαν ομάδα καθώς δεν συνηθίζουν να δραστηριοποιούνται εκτός της οικίας τους ( σχολείο ή χώρος εργασίας) και είναι εκ των πραγμάτων πιο απομονωμένοι από τις άλλες ηλικιακές ομάδες. Από τους καταγγέλλοντες των περιστατικών αυτών μόνο το 3% ήταν το ίδιο το θύμα, ενώ ένα σύνολο της τάξης του 38% ήταν οικείοι και συγγενείς του θύματος ( 8% φιλικό περιβάλλον, 18% συγγενικό περιβάλλον και 25% άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, συνήθως κάποιο τέκνο του θύματος ). Το μεγαλύτερο ποσοστό των καταγγελιών , της τάξεως του 59% έγινε από τρίτα πρόσωπα, κυρίως γείτονες των θυμάτων. Τέλος, όσον αφορά τους δράστες και στην ελληνική πραγματικότητα επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για το άμεσο συγγενικό περιβάλλον σε συντριπτικό ποσοστό. Συγκεκριμένα, το 81% των περιστατικών υλοποιήθηκαν από άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος (με το μεγαλύτερο ποσοστό των ηλικιωμένων, η οποία θέλει τους δράστες να προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον».
Ο επίλογος της ερευνήτριας συνοψίζει τα καίρια σημεία του προβλήματος που είναι σκόπιμο να αναδείξουμε και στα ΜΜΕ: «Ένα υπαρκτό πρόβλημα όσον αφορά την κακοποίηση ενός ηλικιωμένου ατόμου είναι η διαύγεια του θύματος. Ενώ δηλαδή στις περιπτώσεις ανοικών ανθρώπων, μια καταγγελία τρίτου ατόμου μπορεί να σταθεί και να κινητοποιήσει έναν ολόκληρο ποινικό και κοινωνικό μηχανισμό, στις περιπτώσεις που το θύμα είναι διαυγές και αποδέχεται την κατάσταση τότε δεν γίνεται τίποτα. Το θύμα είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και ό,τι συμβαίνει κεκλεισμένων των θυρών, μένει εντός της οικείας. Αυτό θυμίζει τις περιπτώσεις κακοποιημένων γυναικών που ακόμα κι αν είναι εμφανής η κακοποίησή τους, από τη στιγμή που οι ίδιες αποσιωπούν δεν μπορεί να γίνει κάτι για να βοηθηθούν. Ακόμα, είναι πραγματικά σοκαριστικό εάν αναλογιστεί κανείς τη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Καναδά. Αφενός στον Καναδά υπάρχει πρόνοια, μέριμνα αλλά και ενημέρωση του κοινού για αυτό το πρόβλημα, αφετέρου στην Ελλάδα η πρόνοια και η μέριμνα είναι ελάχιστες και πολλές φορές αναποτελεσματικές, ενώ η ενημέρωση είναι ασήμαντη. Τι θα πρέπει να γίνει λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Το ιδανικό θα ήταν εάν το κράτος αναλάμβανε ευθύνες, αλλά όπως είδαμε πιο πάνω ελάχιστες κρατικές υπηρεσίες ασχολούνται με τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας, ενώ η ευθύνη αυτή έχει εναποτεθεί σχεδόν εξ' ολοκλήρου στη Γραμμή Ζωής, η οποία δεν είναι κρατικός οργανισμός, αλλά αντιθέτως Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός. Από την άλλη είναι τόσο άγνωστα τα προβλήματα των ηλικιωμένων που ενώ διασχίζουμε μια εποχή έντονου ακτιβισμού σχεδόν για κάθε ζήτημα, δεν υπάρχει ούτε μία ομάδα ακτιβιστών που να προασπίζεται τα δικαιώματα των ηλικιωμένων. Θα έπρεπε συνεπώς να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση πρωτίστως, για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Τέλος, αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι οι ηλικιωμένοι δεν είναι άνθρωποι β' κατηγορίας και τα γηρατειά δεν τους κάνουν υποδεέστερους σε σχέση με τους υπολοίπους. Παραμένουν άνθρωποι με ανάγκες (ίσως πιο αυξημένες ενίοτε) και συναισθήματα. Υποφέρουν από μοναξιά, νιώθουν τον πόνο, έχουν ανάγκη για συντροφικότητα σε κάθε ηλικία, σε κάθε διανοητική κατάσταση. Η ανοχή σε οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευσης ή κακοποίησης ενός ανθρώπου μας κάνει όλους συνενόχους σε αυτό το εγκληματικό γεγονός ανεξαρτήτως της ηλικίας του θύματος. Τελειώνω αυτό το κείμενο με την ευχή και την ελπίδα οι εγκληματολόγοι να ασχοληθούν με την εγκληματικότητα κατά των ηλικιωμένων, το κοινωνικό σύνολο να ενδιαφερθεί και το κράτος να πάρει μέτρα για την προστασία τους».
Συμπερασματικά, αυτό που θα ήθελα να τονίσω και να αποτελέσει το κεντρικό μήνυμα του παρόντος άρθρου είναι ότι η κακοποίηση των ηλικιωμένων ατόμων συνιστά ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που οφείλει να μας προβληματίσει και να μας απασχολήσει σε ένα πιο συστηματικό πλαίσιο. Επιτακτική ανάγκη να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες που θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν τόσο ως προς την κατεύθυνση της πρόληψης, όσο και ως προς τη λήψη πιο αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης του φαινομένου από την Πολιτεία. Επίσης, κρίνω αναγκαίο να οργανωθούν εκστρατείες ενημέρωσης, με στόχο την κινητοποίηση ευρύτερων τμημάτων πληθυσμού. Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα όμως είναι όλοι μας, ως ενεργά μέλη της κοινωνίας, να δείξουμε έμπρακτα το ουσιαστικό ενδιαφέρον μας και την έμπρακτη στήριξή μας στην τρίτη ηλικία.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σημειώνω ότι η εργασία αντλείται από το πολύτιμο υλικό του Ομ.Καθηγητή Εγκληματολογίας, κ Αντώνη Μαγγανά στο πλαίσιο της συνεργασίας και δράσης μας για την παρουσίαση και ανάλυση σοβαρών και πολυσύνθετων εγκληματολογικών ζητημάτων στα ΜΜΕ.
[2] Τα στοιχεία για τις μορφές κακοποίησης της τρίτης ηλικίας, τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο κακοποίησης των ηλικιωμένων και το προφίλ των φροντιστών που κακοποιούν ηλικιωμένους, αντλούνται από το άρθρο με τίτλο Κακοποίηση, κακομεταχείριση και εκμετάλλευση ηλικιωμένων: Τι πρέπει να γνωρίζετε που αντλείται από https://www.medlook.net/Άτομα-τρίτης-ηλικίας/2945.html και ανακτήθηκε στις 20-12-208.
The following two tabs change content below.
Αγγελική Καρδαρά
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ Παν/μίου Αθηνών - Φιλόλογος. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός και είναι Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Παράλληλα, οργανώνει σεμιναριακά μαθήματα και δίνει διαλέξεις στο αντικείμενο της εξειδίκευσής της «Έγκλημα και Media». Συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο των elearning προγραμμάτων, έχοντας αναλάβει τη συγγραφή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων: «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» & «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ», με Ακαδημαϊκό Υπεύθυνο τον Καθηγητή Εγκληματολογίας κ.Γιάννη Πανούση. Δίδαξε δημοσιογραφία στο Κολλέγιο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton) στο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Από το 2013 έως το 2016 έδινε διαλέξεις στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αντικείμενο «Εγκληματολογία & ΜΜΕ». Ασχολείται με την εγκληματολογική έρευνα, την αρθρογραφία και τη συγγραφή.